Ένα χιονισμένο σαββατόβραδο του Γενάρη στο χωριό …
Δημοσιεύτηκε στις Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011 και κατατίθεται στο πλαίσιο Ρεπορτάζ . Μπορείτε να ακολουθήσετε τις απαντήσεις σε αυτή την καταχώρηση μέσωRSS 2.0 . Μπορείτε να αφήσετε μια απάντηση ή trackback σε αυτή την καταχώρηση από το site σας
Δ
υνατός ο ξαφνικός απογευματινός αέρας, ένα προμήνυμα από την σκοτεινιά του ουρανού και οι πρώτες νιφάδες έκαναν την εμφάνιση τους, που με το πέρασμα της ώρας όλο και δυνάμωναν, στρώνοντας πάνω από το χωριό ένα μεταξένιο λευκό χαλί.
Το παλιό τζάκι στη γωνία φεγγόλαψε για μια ακόμα φορά με τον γερασμένο πατέρα καθισμένο πάνω στην κουρελού να πειράζει τα πυρακτωμένα κούτσουρα να κάνουν θράκα για ψήσει το κοντοσούφλι, δοκιμάζοντας που και που από το καινούργιο τσίπουρο, και πιο πέρα η μάνα ανοίγει φύλα για την πρασόπιτα.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι αρχίσαμε να ακούμε φωνές και γέλια στο δρόμο με τον ερχομό των αδελφών μου και τα σπουργίτια φλύαρα να πετούν ξωπίσω τους λες και ζηλεύουν για τον ερχομό τους. Βγαίνει αμέσως η φωνή του καλωσορίσματος και σκεπάζει τη φλυαρία αναγκάζοντας τον γέροντα να σηκωθεί από την μεριά του να φιλήσει και αγκαλιάσει τους επισκέπτες.
Έξω το χιόνι δεν λέει κοπάσει, σε λίγη ώρα τα είχε σκεπάσει όλα λες και τα πάντα εξαφανίστηκαν, ακόμα και το ποτάμι σώπασε μόνο ο γέρο πλάτανος στητός και αγέρωχος να αντιπαλεύει με πείσμα το βοριά στην πλατεία του χωριού
Έφεξε! Τα πουλιά και τα ζώα αναταράχτηκαν, τρομαγμένος βγήκε από τον βάτο ο κότσυφας, ξεπετάχτηκε και το σπουργίτη από μια τρύπα του σπιτιού, στο ένα πόδι ο κόκορας, ζαρωμένος και με την ουρά κατεβασμένη, και γύρω του ένα σωρό μαζεύτηκαν οι κότες, κουβαριασμένες, σκεφτικές, κινούν και μισοκλείνουν τα μικρά τους μάτια.
Ζωντανεύει το χωριό καθώς η μέρα προχωρά, με τους άνδρες να ανεβοκατεβάζουν τα φτυάρια ρίχνοντας το χιόνι δεξιά – αριστερά, με ιδιαίτερη σημασία πρώτα οι αυλές και τα γύρω μονοπάτια που οδηγούν στο σπίτι και μετά ο δρόμος για το καφενείο του χωριού.
Να’σου και το μεσημέρι γέμισε οσμές η γειτονιά σέρβιρε η μάνα την φασολάδα απαρτία οι οικογένεια με τη χαρά των γονιών ζωγραφισμένη, σε μια ατμόσφαιρα γιορτινή η παρέα σημαδιακό αυτό το αντάμωμα.
Με την μπουκιά στο στόμα τα μικρά ξεχύθηκαν στους δρόμους να παίζουν χιονοπόλεμο στην πλατεία του χωριού τα πήρε το μάτι μου έφτιαξαν και χιονάνθρωπο του βάλανε και τσιμπούκα χαρούμενα κυλιούνται στο χιόνι και τρέχουν ευτυχισμένα.
Με τσίπουρα στο καφενείο ξεκίνησε το απόγευμα δίνει και παίρνει η δηλωτή και πάρα πέρα η πρέφα, πιο κει Θανάσης και το βρόντημα του χεριού στο τραπέζι και από τα διπλανά σπίτια ακούγονται οι τσεκουριές στο σκίσιμο των ξύλων για τα βραδινό άναμμα του τζακιού.
Η νύχτα προχωράει! Απ’ τον ουράνιο θόλο και το συννεφιασμένο ουρανό αρχίζουν και πάλι κοπαδιαστές να κατεβαίνουν οι νιφάδες. Η Φουρνά, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού, στην άκρη του δάσους κοιμάται τον βαθύ, ξένοιαστο χειμωνιάτικο ύπνο!
[Ο Φουρνιώτης ]
υνατός ο ξαφνικός απογευματινός αέρας, ένα προμήνυμα από την σκοτεινιά του ουρανού και οι πρώτες νιφάδες έκαναν την εμφάνιση τους, που με το πέρασμα της ώρας όλο και δυνάμωναν, στρώνοντας πάνω από το χωριό ένα μεταξένιο λευκό χαλί.
Το παλιό τζάκι στη γωνία φεγγόλαψε για μια ακόμα φορά με τον γερασμένο πατέρα καθισμένο πάνω στην κουρελού να πειράζει τα πυρακτωμένα κούτσουρα να κάνουν θράκα για ψήσει το κοντοσούφλι, δοκιμάζοντας που και που από το καινούργιο τσίπουρο, και πιο πέρα η μάνα ανοίγει φύλα για την πρασόπιτα.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι αρχίσαμε να ακούμε φωνές και γέλια στο δρόμο με τον ερχομό των αδελφών μου και τα σπουργίτια φλύαρα να πετούν ξωπίσω τους λες και ζηλεύουν για τον ερχομό τους. Βγαίνει αμέσως η φωνή του καλωσορίσματος και σκεπάζει τη φλυαρία αναγκάζοντας τον γέροντα να σηκωθεί από την μεριά του να φιλήσει και αγκαλιάσει τους επισκέπτες.
Έξω το χιόνι δεν λέει κοπάσει, σε λίγη ώρα τα είχε σκεπάσει όλα λες και τα πάντα εξαφανίστηκαν, ακόμα και το ποτάμι σώπασε μόνο ο γέρο πλάτανος στητός και αγέρωχος να αντιπαλεύει με πείσμα το βοριά στην πλατεία του χωριού
Έφεξε! Τα πουλιά και τα ζώα αναταράχτηκαν, τρομαγμένος βγήκε από τον βάτο ο κότσυφας, ξεπετάχτηκε και το σπουργίτη από μια τρύπα του σπιτιού, στο ένα πόδι ο κόκορας, ζαρωμένος και με την ουρά κατεβασμένη, και γύρω του ένα σωρό μαζεύτηκαν οι κότες, κουβαριασμένες, σκεφτικές, κινούν και μισοκλείνουν τα μικρά τους μάτια.
Ζωντανεύει το χωριό καθώς η μέρα προχωρά, με τους άνδρες να ανεβοκατεβάζουν τα φτυάρια ρίχνοντας το χιόνι δεξιά – αριστερά, με ιδιαίτερη σημασία πρώτα οι αυλές και τα γύρω μονοπάτια που οδηγούν στο σπίτι και μετά ο δρόμος για το καφενείο του χωριού.
Να’σου και το μεσημέρι γέμισε οσμές η γειτονιά σέρβιρε η μάνα την φασολάδα απαρτία οι οικογένεια με τη χαρά των γονιών ζωγραφισμένη, σε μια ατμόσφαιρα γιορτινή η παρέα σημαδιακό αυτό το αντάμωμα.
Με την μπουκιά στο στόμα τα μικρά ξεχύθηκαν στους δρόμους να παίζουν χιονοπόλεμο στην πλατεία του χωριού τα πήρε το μάτι μου έφτιαξαν και χιονάνθρωπο του βάλανε και τσιμπούκα χαρούμενα κυλιούνται στο χιόνι και τρέχουν ευτυχισμένα.
Με τσίπουρα στο καφενείο ξεκίνησε το απόγευμα δίνει και παίρνει η δηλωτή και πάρα πέρα η πρέφα, πιο κει Θανάσης και το βρόντημα του χεριού στο τραπέζι και από τα διπλανά σπίτια ακούγονται οι τσεκουριές στο σκίσιμο των ξύλων για τα βραδινό άναμμα του τζακιού.
Η νύχτα προχωράει! Απ’ τον ουράνιο θόλο και το συννεφιασμένο ουρανό αρχίζουν και πάλι κοπαδιαστές να κατεβαίνουν οι νιφάδες. Η Φουρνά, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού, στην άκρη του δάσους κοιμάται τον βαθύ, ξένοιαστο χειμωνιάτικο ύπνο!
[Ο Φουρνιώτης ]
0 Απαντήσεις για... for “ Ένα χιονισμένο σαββατόβραδο του Γενάρη στο χωριό …”
Αφήστε μια απάντηση
Παρακαλούμε για τα σχόλια, να χρησιμοποιείτε Ελληνική ή αγγλική γλώσσα (όχι greeklish) και σε ευπρεπές επίπεδο, χωρίς να θίγεται η τιμή και η υπόληψη κανενός πολίτη.
Σχόλια άσχετα με το θέμα της εκάστοτε ανάρτησης ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.
Όλα τα σχόλια θα εμφανίζονται μετά την έγκρισή τους αφού διαπιστωθεί ότι δεν εμπίπτουν σε κάποια από τα πιθανά αδικήματα περί τύπου.