Το κυνήγι του αγριογούρουνου στο βουνό του Κατσαντώνη
Δημοσιεύτηκε στις Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 και κατατίθεται στο πλαίσιο Κυνήγι και άλλα . Μπορείτε να ακολουθήσετε τις απαντήσεις σε αυτή την καταχώρηση μέσωRSS 2.0 . Μπορείτε να αφήσετε μια απάντηση ή trackback σε αυτή την καταχώρηση από το site σας
Κι αυτή την τουφεκιά τις περισσότερες φορές μόνο την ακούνε σαν αστροπελέκι να κατεβαίνει από χαράδρες και ρουμάνια, από ποτάμια και κορφές. Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή των κυνηγών εκείνων που φτεροκοπάνε από σπανή κορφή σε δασωμένη, από πυκνό σε πυκνό, από χαλιά σε μελίστρα, από πλαγιές σε ισιώματα, από ποτάμια σε όχθες δύσβατες, σε ρέματα υγρά κι ανήλιαγα. Και όλα αυτά ψάχνοντας το γουρούνι, το γουρούνι που φωτίζει τη ζωή τους, που ποτίζει και μια σταλαματιά χαμόγελο τα
πικραμένα χείλη τους, που συνήθως στάζουν μόχθο και πίκρα.
Εκείνη την Τετάρτη στ Αγραφα οι απόντες ήταν πολλοί. Ούτε ο Μπόνιας φάνηκε, ούτε ο Κωστάκης ο Ντάλας, ούτε ο Αλεξάκης, ούτε ο Μούτσελος, ούτε ο Μουδούρης. Κάτι οι δουλειές στην πολιτεία, κάτι οι λύκοι που πολιορκούν τα ζωντανά, στο προσκλητήριο του Τάκη του Ντάλα, του αρχηγού, φώναξαν «παρών» λιγότεροι: ο Αντωνάκης, ο Σπύρος ο δάσκαλος, ο Δημήτρης ο Ζήκας, και ο Θωμάς ο Νιαβής από το Μάραθο. Ηταν λίγοι. Και ο καιρός έπαιρνε να φορτώνει σύννεφα. Και η μέρα ξημέρωσε με απογοήτευση.
- «Παιδιά τα τουφέκια δεν φτάνουν, πάμε για τσίπουρα», ακούστηκαν οι πρώτες... φωνές διαμαρτυρίας.
- «Δεν έχει να πάμε πουθενά, εδώ θα προσπαθήσουμε κι ό,τι κάνουμε», ξεκαθάρισε ο αρχηγός με κουβέντες, που ακούστηκαν σαν τα μονόβολα που σφυρίζουν στον άνεμο.
- «Πάει και τέλειωσε όποιος θέλει να φύγει, ας φύγει, εγώ θα συνεχίσω έστω και μόνος», είπε ο Ντάλας που χε ξυπνήσει ο Παπαφλέσσας μέσα του.
Και έμειναν και οι τέσσερις. Και ο Ντάλας πέντε. Και η... «μάχη» άρχισε.
Αντε τώρα να ξεδιαλύνει ένας: δυο ιχνηλάτες μόνοι τους πατήματα, και άντε και τα βρήκες και τα «διάβασες»... Πού να πρωτοβάλεις καρτέρια, όταν ο τόπος των Αγράφων είναι τραχύς και δύσβατος; Τα αγρίμια τον έχουν για φωλιά τους γι αυτόν ακριβώς τον λόγο γιατί ανθρώπου πόδι δεν πατάει σαν δεν είναι μαθημένο στα δύσκολα και στα ψηλά...
Ομως τα ποδάρια και των πέντε που ακολούθησαν το πάθος τους, ήταν μαθημένα και στα δύσκολα και στα ψηλά! Ο καιρός κατέβαζε βροχή. Ο αέρας μαστίγωνε τα μάγουλα και τα χέρια. Ο αρχηγός με τα σκυλιά ρίχτηκε πίσω από χνάρια. Ο «Μπούμπης» και ο «Νταβέλης» δούλευαν για δέκα ζωντανά. Η ώρα αργοπατούσε. Ενας, δυο περίμεναν εντολές καίγοντας το να τσιγάρο πίσω από τ άλλο. Οι άλλοι αναζητούσαν γουρούνια, μα γουρούνια πουθενά.
Μέσα στη βροχή
Οι ιστορίες γέμιζαν την προσμονή. Κάποιος θυμήθηκε τον Νίκο τον Μπαλωμένο που του πετάχτηκε αρκούδα στο δρόμο προς το Μάραθο. Ο Μπαλωμένος οδηγούσε το αυτοκίνητό του και το θηρίο γκρεμίστηκε στο βάραθρο για να γλιτώσει από τις ρόδες. Ο Μπαλωμένος σαν είδε την αρκούδα να διασχίζει αστραπιαία τον δρόμο και να βουτάει στο κενό σάστισε. Προχώρησε λίγο παρακάτω και σταμάτησε. Βγήκε και έτρεξε στον γκρεμό. Δεν την είδε την αρκούδα πουθενά. Να σώθηκε το ζωντανό;
Να σκοτώθηκε στην πλαγιά; Κανείς δεν έμαθε. Ο Μπαλωμένος όμως όσες φορές ξαναπέρασε από εκείνο το σημείο έκανε το σταυρό του, κατέβαινε και κοίταζε στο χάος...
Καμιά είδηση από τους ιχνηλάτες. Οι πρώτες ψιχάλες κατέβασαν σύννεφα απογοήτευσης. Μια Τετάρτη χαμένη. Ο δάσκαλος έψαχνε και ο Ντάλας έψαχνε, μαζί και ο Θωμάς από κοντά. Ο Αντωνάκης περίμενε και ο Σπύρος περίμενε. Και άντε τσιγάρο και να πάλι αναμνήσεις. Για τα σκυλιά του Πατουνάκου του Θύμιου που γράφουν ιστορία στα βουνά της Ευρυτανίας, για τον λαγοκυνηγό τον Κωστάκη τον Μπακογιάννη με τον γιο του Μήτσου του Τσέτσου, τον Σπυράκο, που μιλούν όλοι για τα κατορθώματά τους. Για τον Κωστάκη τον Μήτσιο και τον «Ρεξ» που τον σπουδάζει λαγόσκυλο, για να μετρηθεί με τους βετεράνους της Βύνιανης.
Η μια ιστορία έφερε την άλλη και τα σύννεφα έφεραν βροχή και σκοτεινιά. Οι λίγοι που έμειναν είπαν να βουτήξουν στα τσίπουρα...
Τότε ακούστηκε η φωνή του αρχηγού: «Το γουρούνι είναι μέσα στο ρέμα. Το γουρούνι είναι μεγάλο, πάνω από 80 κιλά. Πιάστε καρτέρια, σήμερα... γράφουμε ιστορία».
Πόσα καρτέρια να πιάσουν τέσσερις άνθρωποι; Τον τόπο τον γνώριζαν σαν την τσέπη τους, αλλά ήταν απελπιστικά λίγοι για τέτοια επιχείρηση. Εγινε η ανάγκη φιλότιμο. Οπου νόμιζε ο καθένας ότι θα κόψει το δρόμο του «θεριού» ταμπουρώθηκε, μετρώντας τα δευτερόλεπτα. Εβρεχε πια για τα καλά.
Οι αντοχές είχαν τροχιστεί από την απραξία, η ψυχολογία είχε οξειδωθεί από τη νοτιά και τις απουσίες, όμως το πάθος ενός ανθρώπου που πάλευε από το πρωί με τα σκυλιά του, η ψυχή και το πείσμα, η αγωνία και ο ιδρώτας που χε αυλακώσει το χαρακωμένο κούτελο του Τάκη του Ντάλα, δεν άφηναν περιθώρια λιποταξίας.
Στο ρέμα...
Ο χρόνος χυνόταν αργά, βασανιστικά, όπως βασανιστικά χυνόταν το νερό του ουρανού στα κεφάλια τους.
- «Στην άλλη μεριά, τρέξτε από την άλλη μεριά», ακούστηκε η καινούργια διαταγή. Και η «άλλη μεριά» ήταν δυο βουνά παραπέρα! Τρέξανε. Με την ψυχή στο στόμα να προλάβουν το γουρούνι και τη μέρα που έφθινε απαλά. Αντε ξανά σε καρτέρια για πέντε τουφέκια, ένας μόνο άνθρωπος. Αγωνία ξανά και προσμονή.
- «Πίσω πάλι, παιδιά, πίσω το γουρούνι γυρίζει στον ντορό του». Ξανά πίσω.
Το ζώο είχε νιώσει την ανάσα των σκυλιών στη ράχη του και προσπαθούσε να σπάσει το μπλόκο. Ποιο μπλόκο; Από τέσσερις κάννες;
Σκοτείνιαζε πια όταν ξανάκαναν στα δεύτερα καρτέρια. Πόση αντοχή πια;
Η βροχή μούσκευε τα πατήματα. Το γουρούνι χανόταν.
Οι πληροφορίες στα καρτέρια δεν έφταναν πια. Ο μεγάλος σύμμαχος του «θεριού», το σκοτάδι πλησίαζε απειλητικό.
Και όταν πια τα κλείστρα άρχισαν αν ανοίγουν και οι δραμιάρες να φωλιάζουν στα ζεστά της φυσιγγιοθήκης, ακούστηκε η τουφεκιά. Σιωπή. Ακόμα μια τουφεκιά.
Μόνο η βροχή μιλούσε τώρα. Ωσπου χτύπησε το κινητό του Αντωνάκη.
«Τέλος», ήταν η ξέπνοη φωνή του Ντάλα. «Ελάτε στο ρέμα βαθιά. Τελειώσαμε».
Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι τους εκεί. Και οι πέντε. Και μπρος τους ένας κάπρος πάνω από εκατό κιλά, σωστό θεριό! Ενας κάπρος με δοντάρες, ενάμισι μέτρο μακρύς ξαπλωμένος, άψυχος... Η πεντάδα που δεν κιότεψε είχε γράψει ιστορία. Το γουρούνι ήταν το πιο μεγάλο που θυμούνται τα τελευταία χρόνια στο βουνά του Κατσαντώνη.
Η φαντασία και το πάθος τούς είχε οδηγήσει στο βαθύ φαράγγι, τώρα η πραγματικότητα τούς υπαγόρευε να ξανανέβουν κουβαλώντας ένα θεριό στην πλάτη.
Ανέβηκαν, καμάρωσαν πίσω από το γουρούνι, χαμογέλασαν, χτύπησαν στην πλάτη τον αρχηγό και ένιωσαν πια, χαμηλό ταβάνι τον ουρανό για το μπόι τους. Ηταν η πεντάδα που έγραψε άριστα στην ιστορία μια νοτισμένη Τετάρτη.
Μια Τετάρτη που κάποιοι άλλοι έμειναν μετεξεταστέοι...
Ν. ΤΖΙΑΝΙΔΗΣ
πικραμένα χείλη τους, που συνήθως στάζουν μόχθο και πίκρα.
Εκείνη την Τετάρτη στ Αγραφα οι απόντες ήταν πολλοί. Ούτε ο Μπόνιας φάνηκε, ούτε ο Κωστάκης ο Ντάλας, ούτε ο Αλεξάκης, ούτε ο Μούτσελος, ούτε ο Μουδούρης. Κάτι οι δουλειές στην πολιτεία, κάτι οι λύκοι που πολιορκούν τα ζωντανά, στο προσκλητήριο του Τάκη του Ντάλα, του αρχηγού, φώναξαν «παρών» λιγότεροι: ο Αντωνάκης, ο Σπύρος ο δάσκαλος, ο Δημήτρης ο Ζήκας, και ο Θωμάς ο Νιαβής από το Μάραθο. Ηταν λίγοι. Και ο καιρός έπαιρνε να φορτώνει σύννεφα. Και η μέρα ξημέρωσε με απογοήτευση.
- «Παιδιά τα τουφέκια δεν φτάνουν, πάμε για τσίπουρα», ακούστηκαν οι πρώτες... φωνές διαμαρτυρίας.
- «Δεν έχει να πάμε πουθενά, εδώ θα προσπαθήσουμε κι ό,τι κάνουμε», ξεκαθάρισε ο αρχηγός με κουβέντες, που ακούστηκαν σαν τα μονόβολα που σφυρίζουν στον άνεμο.
- «Πάει και τέλειωσε όποιος θέλει να φύγει, ας φύγει, εγώ θα συνεχίσω έστω και μόνος», είπε ο Ντάλας που χε ξυπνήσει ο Παπαφλέσσας μέσα του.
Και έμειναν και οι τέσσερις. Και ο Ντάλας πέντε. Και η... «μάχη» άρχισε.
Αντε τώρα να ξεδιαλύνει ένας: δυο ιχνηλάτες μόνοι τους πατήματα, και άντε και τα βρήκες και τα «διάβασες»... Πού να πρωτοβάλεις καρτέρια, όταν ο τόπος των Αγράφων είναι τραχύς και δύσβατος; Τα αγρίμια τον έχουν για φωλιά τους γι αυτόν ακριβώς τον λόγο γιατί ανθρώπου πόδι δεν πατάει σαν δεν είναι μαθημένο στα δύσκολα και στα ψηλά...
Ομως τα ποδάρια και των πέντε που ακολούθησαν το πάθος τους, ήταν μαθημένα και στα δύσκολα και στα ψηλά! Ο καιρός κατέβαζε βροχή. Ο αέρας μαστίγωνε τα μάγουλα και τα χέρια. Ο αρχηγός με τα σκυλιά ρίχτηκε πίσω από χνάρια. Ο «Μπούμπης» και ο «Νταβέλης» δούλευαν για δέκα ζωντανά. Η ώρα αργοπατούσε. Ενας, δυο περίμεναν εντολές καίγοντας το να τσιγάρο πίσω από τ άλλο. Οι άλλοι αναζητούσαν γουρούνια, μα γουρούνια πουθενά.
Μέσα στη βροχή
Οι ιστορίες γέμιζαν την προσμονή. Κάποιος θυμήθηκε τον Νίκο τον Μπαλωμένο που του πετάχτηκε αρκούδα στο δρόμο προς το Μάραθο. Ο Μπαλωμένος οδηγούσε το αυτοκίνητό του και το θηρίο γκρεμίστηκε στο βάραθρο για να γλιτώσει από τις ρόδες. Ο Μπαλωμένος σαν είδε την αρκούδα να διασχίζει αστραπιαία τον δρόμο και να βουτάει στο κενό σάστισε. Προχώρησε λίγο παρακάτω και σταμάτησε. Βγήκε και έτρεξε στον γκρεμό. Δεν την είδε την αρκούδα πουθενά. Να σώθηκε το ζωντανό;
Να σκοτώθηκε στην πλαγιά; Κανείς δεν έμαθε. Ο Μπαλωμένος όμως όσες φορές ξαναπέρασε από εκείνο το σημείο έκανε το σταυρό του, κατέβαινε και κοίταζε στο χάος...
Καμιά είδηση από τους ιχνηλάτες. Οι πρώτες ψιχάλες κατέβασαν σύννεφα απογοήτευσης. Μια Τετάρτη χαμένη. Ο δάσκαλος έψαχνε και ο Ντάλας έψαχνε, μαζί και ο Θωμάς από κοντά. Ο Αντωνάκης περίμενε και ο Σπύρος περίμενε. Και άντε τσιγάρο και να πάλι αναμνήσεις. Για τα σκυλιά του Πατουνάκου του Θύμιου που γράφουν ιστορία στα βουνά της Ευρυτανίας, για τον λαγοκυνηγό τον Κωστάκη τον Μπακογιάννη με τον γιο του Μήτσου του Τσέτσου, τον Σπυράκο, που μιλούν όλοι για τα κατορθώματά τους. Για τον Κωστάκη τον Μήτσιο και τον «Ρεξ» που τον σπουδάζει λαγόσκυλο, για να μετρηθεί με τους βετεράνους της Βύνιανης.
Η μια ιστορία έφερε την άλλη και τα σύννεφα έφεραν βροχή και σκοτεινιά. Οι λίγοι που έμειναν είπαν να βουτήξουν στα τσίπουρα...
Τότε ακούστηκε η φωνή του αρχηγού: «Το γουρούνι είναι μέσα στο ρέμα. Το γουρούνι είναι μεγάλο, πάνω από 80 κιλά. Πιάστε καρτέρια, σήμερα... γράφουμε ιστορία».
Πόσα καρτέρια να πιάσουν τέσσερις άνθρωποι; Τον τόπο τον γνώριζαν σαν την τσέπη τους, αλλά ήταν απελπιστικά λίγοι για τέτοια επιχείρηση. Εγινε η ανάγκη φιλότιμο. Οπου νόμιζε ο καθένας ότι θα κόψει το δρόμο του «θεριού» ταμπουρώθηκε, μετρώντας τα δευτερόλεπτα. Εβρεχε πια για τα καλά.
Οι αντοχές είχαν τροχιστεί από την απραξία, η ψυχολογία είχε οξειδωθεί από τη νοτιά και τις απουσίες, όμως το πάθος ενός ανθρώπου που πάλευε από το πρωί με τα σκυλιά του, η ψυχή και το πείσμα, η αγωνία και ο ιδρώτας που χε αυλακώσει το χαρακωμένο κούτελο του Τάκη του Ντάλα, δεν άφηναν περιθώρια λιποταξίας.
Στο ρέμα...
Ο χρόνος χυνόταν αργά, βασανιστικά, όπως βασανιστικά χυνόταν το νερό του ουρανού στα κεφάλια τους.
- «Στην άλλη μεριά, τρέξτε από την άλλη μεριά», ακούστηκε η καινούργια διαταγή. Και η «άλλη μεριά» ήταν δυο βουνά παραπέρα! Τρέξανε. Με την ψυχή στο στόμα να προλάβουν το γουρούνι και τη μέρα που έφθινε απαλά. Αντε ξανά σε καρτέρια για πέντε τουφέκια, ένας μόνο άνθρωπος. Αγωνία ξανά και προσμονή.
- «Πίσω πάλι, παιδιά, πίσω το γουρούνι γυρίζει στον ντορό του». Ξανά πίσω.
Το ζώο είχε νιώσει την ανάσα των σκυλιών στη ράχη του και προσπαθούσε να σπάσει το μπλόκο. Ποιο μπλόκο; Από τέσσερις κάννες;
Σκοτείνιαζε πια όταν ξανάκαναν στα δεύτερα καρτέρια. Πόση αντοχή πια;
Η βροχή μούσκευε τα πατήματα. Το γουρούνι χανόταν.
Οι πληροφορίες στα καρτέρια δεν έφταναν πια. Ο μεγάλος σύμμαχος του «θεριού», το σκοτάδι πλησίαζε απειλητικό.
Και όταν πια τα κλείστρα άρχισαν αν ανοίγουν και οι δραμιάρες να φωλιάζουν στα ζεστά της φυσιγγιοθήκης, ακούστηκε η τουφεκιά. Σιωπή. Ακόμα μια τουφεκιά.
Μόνο η βροχή μιλούσε τώρα. Ωσπου χτύπησε το κινητό του Αντωνάκη.
«Τέλος», ήταν η ξέπνοη φωνή του Ντάλα. «Ελάτε στο ρέμα βαθιά. Τελειώσαμε».
Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι τους εκεί. Και οι πέντε. Και μπρος τους ένας κάπρος πάνω από εκατό κιλά, σωστό θεριό! Ενας κάπρος με δοντάρες, ενάμισι μέτρο μακρύς ξαπλωμένος, άψυχος... Η πεντάδα που δεν κιότεψε είχε γράψει ιστορία. Το γουρούνι ήταν το πιο μεγάλο που θυμούνται τα τελευταία χρόνια στο βουνά του Κατσαντώνη.
Η φαντασία και το πάθος τούς είχε οδηγήσει στο βαθύ φαράγγι, τώρα η πραγματικότητα τούς υπαγόρευε να ξανανέβουν κουβαλώντας ένα θεριό στην πλάτη.
Ανέβηκαν, καμάρωσαν πίσω από το γουρούνι, χαμογέλασαν, χτύπησαν στην πλάτη τον αρχηγό και ένιωσαν πια, χαμηλό ταβάνι τον ουρανό για το μπόι τους. Ηταν η πεντάδα που έγραψε άριστα στην ιστορία μια νοτισμένη Τετάρτη.
Μια Τετάρτη που κάποιοι άλλοι έμειναν μετεξεταστέοι...
Ν. ΤΖΙΑΝΙΔΗΣ
0 Απαντήσεις για... for “ Το κυνήγι του αγριογούρουνου στο βουνό του Κατσαντώνη”
Αφήστε μια απάντηση
Παρακαλούμε για τα σχόλια, να χρησιμοποιείτε Ελληνική ή αγγλική γλώσσα (όχι greeklish) και σε ευπρεπές επίπεδο, χωρίς να θίγεται η τιμή και η υπόληψη κανενός πολίτη.
Σχόλια άσχετα με το θέμα της εκάστοτε ανάρτησης ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ.
Όλα τα σχόλια θα εμφανίζονται μετά την έγκρισή τους αφού διαπιστωθεί ότι δεν εμπίπτουν σε κάποια από τα πιθανά αδικήματα περί τύπου.













